Η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη μεγαλύτερη παγκόσμια απειλή και το σύστημα τροφίμων
ένας από τους βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία του φαινόμενου
θερμοκηπίου. Υιοθετώντας επιλεγμένες κατάλληλες πολιτικές μεθόδους, μπορεί να επιτευχθεί σημαντική βελτίωση στην ανθρώπινη υγεία.
Μελέτες που έχουν διεξαχθεί στη Μεγάλη Βρετανία, υποστηρίζουν ότι τα ποτά και τα τρόφιμα αποτελούν το 1/3 της εκπομπής ρύπων από τους καταναλωτές της. Τα ζωικά προϊόντα εκπέμπουν μεγάλη ποσότητα ρύπων στην ατμόσφαιρα.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας υπολογίζει την παγκόσμια εκπομπή ρύπων στο 18%, ενώ εκτιμάται ότι το 2050 από τις εκπομπές θα είναι περίπου 60% σε νιτρώδες οξύ και 50% σε μεθάνιο. Η ποσότητα τέτοιων εκπομπών εξαρτάται από τη γεωργία και την εκτροφή των ζώων, από τις μεθόδους παραγωγής που χρησιμοποιούνται, από τη φυσική επεξεργασία του εδάφους και από τον μεταβολισμό των ζώων.
Στην υπερθέρμανση του πλανήτη, την ρύπανση περιβάλλοντος, την εξάντληση των φυσικών πόρων και την απώλεια βιοποικιλότητας, συμβάλλουν κατά ένα μεγάλο ποσοστό, ο τρόπος με τον οποίο παράγονται τα τρόφιμα κι ακόμη πιο συγκεκριμένα το κρέας και, βέβαια, ο τρόπος κατανάλωσής τους. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα συμβαίνουν με τη χρήση μηχανημάτων στη γεωργία και κτηνοτροφία, λόγω των αναγκών σε αζωτούχα λιπάσματα, κοπριά και τις ενεργειακές ανάγκες για άρδευση και άλλες γεωργικές διαδικασίες.
Η μέθοδοι επεξεργασίας κτηνοτροφικών προϊόντων και η μεταφορά τους, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν μεγάλες αποστάσεις, συμμετέχουν στην αύξηση εκπομπής ρύπων στην ατμόσφαιρα. Οι εκπομπές ρύπων ανά μονάδα κτηνοτροφικού προϊόντος ποικίλλουν σε σχέση με τον τύπο του ζώου και φαίνεται ότι είναι υψηλότερες στα μοσχάρια, στα πρόβατα και στην γαλακτοκομία, παρά στα χοιρινά και τα πουλερικά.
Στη Μεγάλη Βρετανία, για την αντιμετώπιση του φαινόμενου του θερμοκηπίου μέσω της αλυσίδας τροφίμων, επιχειρείται η βελτίωση και η αύξηση της αποδοτικότητας της κτηνοτροφικής καλλιέργειας, η αύξηση της δέσμευσης του άνθρακα μέσω της σωστής χρήσης γης, η βελτίωση της διαχείρισης λιπασμάτων και η μείωση της εξάρτησης για εισαγωγής κοπριάς. Αυτές οι τεχνολογικές αλλαγές που έχουν προταθεί για τη μείωση των ρύπων στην ατμόσφαιρα δεν επαρκούν. Γι' αυτό και θεωρείται καλή λύση να μειωθεί η παραγωγή και η κατανάλωση ζωικών προϊόντων σε πληθυσμούς με υψηλή κατανάλωση.
Αυτή η πράξη θα έχει μεγαλύτερη θετική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία σε σχέση με την μείωση εκπομπής ρύπων από τις τεχνολογικές αλλαγές στην κτηνοτροφία. Η αυξημένη κατανάλωση κρέατος και προϊόντων του έχει συνδεθεί με καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρκίνο του εντέρου.
Είναι γνωστό, ότι όλα τα ζωικά τρόφιμα αποτελούν σημαντικές πηγές πρωτεΐνης, ενέργειας και συστατικών όπως ο σίδηρος, το ασβέστιο, η Β12 και ο ψευδάργυρος, στοιχεία απαραίτητα στην διατροφή των παιδιών αλλά και του υποσιτιζόμενου πληθυσμού. Όμως τα ζωικά τρόφιμα αποτελούν επίσης πηγή κορεσμένου λίπους. Δίαιτες πλούσιες σε λίπος και σε θερμίδες σχετίζονται άμεσα με την εμφάνιση παχυσαρκίας και συγκεκριμένα στην περίπτωση του κόκκινου κρέατος σχετίζονται και με εμφάνιση καρκίνου του εντέρου. Η αυξημένη πρόσληψη κορεσμένου λίπους από τη διατροφή είναι άμεσα συνδεδεμένη με εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων, λόγω της αύξησης της χοληστερόλης του πλάσματος.
Συστήνεται λοιπόν η μείωση της κατανάλωσης κρέατος σε πληθυσμούς όπου είναι υψηλή, τουλάχιστον κατά 30%. Γεύματα ίδιου θερμιδικού περιεχομένου διαφέρουν πολύ στο δείκτη εκπομπής ρύπων κατά την παραγωγή, ανάλογα με το τι είδους τρόφιμα έχουν επιλεγεί. Απαιτείται η εύρεση ενός τύπου διατροφής περισσότερο φιλικό προς το περιβάλλον.
Σύμφωνα με μελέτη, η παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή, η οποία αποτελείται από φυτικά και μικρή περιεκτικότητα σε ζωικά προϊόντα θεωρείται ιδανική λύση. Είναι ένα ισορροπημένο είδος διατροφής, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες του οργανισμού σε πρωτεΐνη (π.χ. όσπρια), ενώ η περιεκτικότητα της σε λίπος είναι χαμηλή. Παράλληλα, ο δείκτης αποβολής ρύπων αυτής της διατροφής είναι ιδιαίτερα χαμηλός, καθώς οι κύριες πηγές τροφίμων είναι φυτικές.
ένας από τους βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία του φαινόμενου
θερμοκηπίου. Υιοθετώντας επιλεγμένες κατάλληλες πολιτικές μεθόδους, μπορεί να επιτευχθεί σημαντική βελτίωση στην ανθρώπινη υγεία.
Μελέτες που έχουν διεξαχθεί στη Μεγάλη Βρετανία, υποστηρίζουν ότι τα ποτά και τα τρόφιμα αποτελούν το 1/3 της εκπομπής ρύπων από τους καταναλωτές της. Τα ζωικά προϊόντα εκπέμπουν μεγάλη ποσότητα ρύπων στην ατμόσφαιρα.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας υπολογίζει την παγκόσμια εκπομπή ρύπων στο 18%, ενώ εκτιμάται ότι το 2050 από τις εκπομπές θα είναι περίπου 60% σε νιτρώδες οξύ και 50% σε μεθάνιο. Η ποσότητα τέτοιων εκπομπών εξαρτάται από τη γεωργία και την εκτροφή των ζώων, από τις μεθόδους παραγωγής που χρησιμοποιούνται, από τη φυσική επεξεργασία του εδάφους και από τον μεταβολισμό των ζώων.
Στην υπερθέρμανση του πλανήτη, την ρύπανση περιβάλλοντος, την εξάντληση των φυσικών πόρων και την απώλεια βιοποικιλότητας, συμβάλλουν κατά ένα μεγάλο ποσοστό, ο τρόπος με τον οποίο παράγονται τα τρόφιμα κι ακόμη πιο συγκεκριμένα το κρέας και, βέβαια, ο τρόπος κατανάλωσής τους. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα συμβαίνουν με τη χρήση μηχανημάτων στη γεωργία και κτηνοτροφία, λόγω των αναγκών σε αζωτούχα λιπάσματα, κοπριά και τις ενεργειακές ανάγκες για άρδευση και άλλες γεωργικές διαδικασίες.
Η μέθοδοι επεξεργασίας κτηνοτροφικών προϊόντων και η μεταφορά τους, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν μεγάλες αποστάσεις, συμμετέχουν στην αύξηση εκπομπής ρύπων στην ατμόσφαιρα. Οι εκπομπές ρύπων ανά μονάδα κτηνοτροφικού προϊόντος ποικίλλουν σε σχέση με τον τύπο του ζώου και φαίνεται ότι είναι υψηλότερες στα μοσχάρια, στα πρόβατα και στην γαλακτοκομία, παρά στα χοιρινά και τα πουλερικά.
Στη Μεγάλη Βρετανία, για την αντιμετώπιση του φαινόμενου του θερμοκηπίου μέσω της αλυσίδας τροφίμων, επιχειρείται η βελτίωση και η αύξηση της αποδοτικότητας της κτηνοτροφικής καλλιέργειας, η αύξηση της δέσμευσης του άνθρακα μέσω της σωστής χρήσης γης, η βελτίωση της διαχείρισης λιπασμάτων και η μείωση της εξάρτησης για εισαγωγής κοπριάς. Αυτές οι τεχνολογικές αλλαγές που έχουν προταθεί για τη μείωση των ρύπων στην ατμόσφαιρα δεν επαρκούν. Γι' αυτό και θεωρείται καλή λύση να μειωθεί η παραγωγή και η κατανάλωση ζωικών προϊόντων σε πληθυσμούς με υψηλή κατανάλωση.
Αυτή η πράξη θα έχει μεγαλύτερη θετική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία σε σχέση με την μείωση εκπομπής ρύπων από τις τεχνολογικές αλλαγές στην κτηνοτροφία. Η αυξημένη κατανάλωση κρέατος και προϊόντων του έχει συνδεθεί με καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρκίνο του εντέρου.
Είναι γνωστό, ότι όλα τα ζωικά τρόφιμα αποτελούν σημαντικές πηγές πρωτεΐνης, ενέργειας και συστατικών όπως ο σίδηρος, το ασβέστιο, η Β12 και ο ψευδάργυρος, στοιχεία απαραίτητα στην διατροφή των παιδιών αλλά και του υποσιτιζόμενου πληθυσμού. Όμως τα ζωικά τρόφιμα αποτελούν επίσης πηγή κορεσμένου λίπους. Δίαιτες πλούσιες σε λίπος και σε θερμίδες σχετίζονται άμεσα με την εμφάνιση παχυσαρκίας και συγκεκριμένα στην περίπτωση του κόκκινου κρέατος σχετίζονται και με εμφάνιση καρκίνου του εντέρου. Η αυξημένη πρόσληψη κορεσμένου λίπους από τη διατροφή είναι άμεσα συνδεδεμένη με εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων, λόγω της αύξησης της χοληστερόλης του πλάσματος.
Συστήνεται λοιπόν η μείωση της κατανάλωσης κρέατος σε πληθυσμούς όπου είναι υψηλή, τουλάχιστον κατά 30%. Γεύματα ίδιου θερμιδικού περιεχομένου διαφέρουν πολύ στο δείκτη εκπομπής ρύπων κατά την παραγωγή, ανάλογα με το τι είδους τρόφιμα έχουν επιλεγεί. Απαιτείται η εύρεση ενός τύπου διατροφής περισσότερο φιλικό προς το περιβάλλον.
Σύμφωνα με μελέτη, η παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή, η οποία αποτελείται από φυτικά και μικρή περιεκτικότητα σε ζωικά προϊόντα θεωρείται ιδανική λύση. Είναι ένα ισορροπημένο είδος διατροφής, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες του οργανισμού σε πρωτεΐνη (π.χ. όσπρια), ενώ η περιεκτικότητα της σε λίπος είναι χαμηλή. Παράλληλα, ο δείκτης αποβολής ρύπων αυτής της διατροφής είναι ιδιαίτερα χαμηλός, καθώς οι κύριες πηγές τροφίμων είναι φυτικές.
0 Response to " Πολλά τα οφέλη από τη μείωση της κατανάλωσης κρεάτος "
Δημοσίευση σχολίου